Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐθέλω εἰπεῖν

  • 1 βούλομαι

    βούλομαι ([dialect] Ep. also [full] βόλομαι, q. v.), [dialect] Dor. [pref] βώλ- (q. v.), [dialect] Aeol. [pref] βόλλ- (v. βόλομαι), Thess. [pref] βέλλ- IG9(2).517.20, [dialect] Boeot. [pref] βείλ- ib.7.3080, [pref] βήλ- SIG1185.18 (Tanagra, iii B. C.), [dialect] Locr.and Delph. [pref] δείλ- IG9(1).334.3, GDI2034.10, Coan, etc. [pref] δήλ- (q. v.), [dialect] Ion. [ per.] 2sg.
    A

    βούλεαι Od.18.364

    , Hdt.1.11: [tense] impf.

    ἐβουλόμην Il.11.79

    , etc.;

    ἠβουλόμην E.Hel. 752

    , D.1.15, etc.; [dialect] Ion. [ per.] 3pl. ἐβουλέατο codd. in Hdt.1.4, 3.143: [tense] fut.

    βουλήσομαι A.Pr. 867

    , S.OT 1077, etc.; later [tense] fut. βουληθήσομαι v.l. in Aristid.Or.48(24).8, Gal.13.636: [tense] aor. ἐβουλήθην, also ἠβ- (v. infr.),

    βουληθείς S.OC 732

    , IG22.1236, etc., but [dialect] Ep. [tense] aor. subj. [ per.] 3sg. βούλεται (from Βόλς-ε-ται) Il.1.67: [tense] pf.

    βεβούλημαι D.18.2

    ; also βέβουλα ([etym.] προ-) Il.1.113 ( ἐβέβουλε dub. in Epigr. in Berl.Sitzb.1894.907):— forms with augm. ἠ- are found in [dialect] Att. Inscrr. from 300 B.C. onwards, as IG22.657, al., and occur frequently in Mss. as ἠβούλοντο v.l.in Th. 2.2, 6.79,

    ἠβούλου Hyp.Lyc.11

    ; said to be Ionic in An.Ox.2.374.— An [voice] Act. βούλητε ( = βούλησθε ) Mitteis Chr.361.10 (iv A. D.):—will, wish, be willing, Hom., etc.: usu. implying choice or preference (cf. IV) opp. ἐθέλω 'consent',

    εἰ βούλει, ἐγὼ ἐθέλω Pl.Grg. 522e

    , cf. R. 347b, 437b;

    ἐὰν βούλῃ σὺ.. ἐὰν θεὸς ἐθέλῃ Id.Alc.1.135d

    ;

    ἂν οἵ τε θεοὶ 'θέλωσι καὶ ὑμεῖς βούλησθε D.2.20

    ;

    οὔτ' ἀκούειν ἠθέλετ' οὔτε πιστεύειν ἐβούλεσθε Id.19.23

    ; but ἐθέλω is also used = 'wish', λέξαι θέλω σοι, πρὶν θανεῖν, ἃ βούλομαι, E.Alc. 281 (so

    ἐθέλω εἰπεῖν Pl.Prt. 309b

    , but

    φράσαι τι βούλομαι Ar.Pl. 1090

    ): Hom. uses βούλομαι for ἐθέλω in the case of the gods, for with them wish is will: ἐθέλω is more general, and is sts. used where βούλομαι might have stood, e.g. Il. 7.182.—Construct.: mostly c. inf.,

    Τρώεσσιν ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι 11.79

    , etc.; sts. c. inf. [tense] fut., Thgn.184; c. acc. et inf., Od.4.353, and freq. in Prose: when βούλομαι is folld. by acc. only, an inf. may generally be supplied, as καί κε τὸ βουλοίμην (sc. γενέσθαι) Od.20.316; ἔτυχεν ὧν ἐβούλετο (sc. τυχεῖν) Antiph.18.6; πλακοῦντα β. (sc. σε λέγειν) Id.52.11; καὶ εἰ μάλα βούλεται ἄλλῃ [Ποσειδάων] (sc. τοῦτο γενέσθαι) Il.15.51; so εἰς τὸ βαλανεῖον βούλομαι (sc. ἰέναι) Ar.Ra. 1279; βουλοίμην ἄν (sc. τόδε γενέσθαι) Pl.Euthphr.3a.
    2 in Hom. of gods, c. acc. rei et dat. pers., Τρώεσσιν.. ἐβούλετο νίκην he willed victory to the Trojans, Il.7.21, cf. 23.682: later c. acc., τὸ βουλόμενον τὴν πολιτείαν πλῆθος that supports the constitution, Arist.Pol. 1309b17.
    II [dialect] Att. usages:
    2 εἰ βούλει if you please, S.Ant. 1168, X.An.3.4.41; also εἰ δὲ βούλει, ἐὰν δὲ βούλῃ, to express a concession, or if you like, Pl.Smp. 201a, etc.;

    εἰ μὲν β., φρονήσει, εἰ δὲ β., ἰσχύι Id.R. 432a

    .
    3 ὁ βουλόμενος any one who likes, Hdt.1.54, Th.1.26, etc.;

    ἔδωκεν ἅπαντι τῷ βουλομένῳ D.21.45

    ; ὁ β. the 'common in former', Ar. Pl. 918 (whence, in jest, βούλομαι ib. 908); ὅστις βούλει who or which ever you like, Pl.Grg. 517b, Cra. 432a.
    4 βουλομένῳ μοί ἐστι, c. inf., it is according to my wish that.., Th.2.3;

    εἰ σοὶ β. ἐστὶν ἀποκρίνεσθαι Pl.Grg. 448d

    ; also

    τὰ θεῶν οὕτω βουλόμεν' ἔσται E.IA33

    ; τὸ κεἰνου βουλόμενον his wish, ib. 1270; but with pass. sense, τὸ β. the object of desire, Luc.Am.37, Plu.Art.28.
    5 τί βουλόμενος; with what purpose? Pl.Phd. 63a, D.18.172;

    τί βουληθεὶς πάρει

    ;

    S.El. 1100

    .
    III mean, Pl.R. 362e, 590e, etc.; τί ἡμῖν βούλεται οὗτος ὁ μῦθος; (folld. by β. λέγειν ὡς ..) Id.Tht. 156c;

    τί β. σημαίνειν τὸ τέρας D.H.4.59

    ; βούλεται εἶναι professes or pretends to be, Pl.R. 595c;

    β. τὸ ὄνομα ἐπικεῖσθαι Id.Cra. 412c

    ; freq. in Arist., τὸ ἀκούσιον βούλεται λέγεσθαι οὐκ εἰ .. EN 1110b30; β. ἄσωτος εἶναι ὁ ἕν τι κακὸν ἔχων ib. 1119b34; β. ὁ πρᾶος ἀτάραχος εἶναι ib. 1125b33; tend to be,

    ἡ τοῦ ὕδατος φύσις β. εἶναι ἄχυμος Id.Sens. 441a3

    ; β. ἤδη τότε εἶναι πόλις ὅταν .. Id.Pol. 1261b12, cf. 1293b40; ἡ φύσις β. μὲν τοῦτο ποιεῖν πολλάκις, οὐ μέντοι δύναται ib. 1255b3, cf. GA 778a4, al.
    2 to be wont, X.An.6.3.18.
    IV folld. by .., prefer, for βούλομαι μᾶλλον (which is more usu. in Prose), βούλομ' ἐγὼ λαὸν σόον ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαι I had rather.., Il.1.117, cf. 23.594, Od.3.232, 11.489, 12.350;

    β. τὸ μέν τι εὐτυχέειν.. ἢ εὐτυχέειν τὰ πάντα Hdt.3.40

    ; β. παρθενεύεσθαι πλέω χρόνον ἢ πατρὸς ἐστερῆσθαι (for πολὺν χρόνον, μᾶλλον ἤ ..) ib. 124, cf. E.Andr. 351; less freq. without ἤ.., πολὺ βούλομαι αὐτὴν οἴκοι ἔχειν I much prefer.., Il.1.112, cf. Od.15.88. (g[uglide]el-g[uglide]ol-, cf. the dialectic forms.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βούλομαι

  • 2 ἐγώ

    ἐγώ ( ἐγών), μοι, ἐμοί, ἐμίν, με, ἐμέ; ἄμμες, ἄμμιν), ἄμμε; νῷν) Apart from its use within direct speech, this pronoun in the singular may normally be referred to both Pindar and chorus, but to the chorus only Pae. 4.21 cf. Fränkel, W & F, 366̆{1}, van Leeuwen, 407̆{15}, 505̆{36}. The plural is never certainly used to represent the singular.
    1 ἐγώ. ( ἐγών before a vowel P. 3.77, but ἐγώ correpted I. 1.4) “ οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτιO. 4.24

    καὶ ἐγὼ νέκταρ πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.7

    εἰ δ' ἐγὼ κῦδος ἀνέδραμον ὕμνῳ O. 8.54

    ἐγὼ δέ τοι ἀγγελίαν πέμψω ταύταν O. 9.21

    ἐγὼ δὲ κλυτὸν ἔθνος Λοκρῶν ἀμφέπεσον, μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων O. 10.97

    ἐγὼ δὲ οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.49

    διασωπάσομαί οἱ μόρον ἐγώ O. 13.91

    ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν ἔλπομαι P. 1.42

    ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω P. 3.77

    ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω P. 4.67

    μῆλά τε γάρ τοᾰ ἐγὼ ἀφίημP. 4.148

    ἐγὼ δ' Ἡρακλέος ἀντέχομαι προφρόνως N. 1.33

    ἐγὼ δὲ κοινάσομαι N. 3.11

    ἐγὼ τόδε τοι πέμπω πόμ' ἀοίδιμον N. 3.76

    ἑκόντι δ' ἐγὼ νώτῳ ἄγγελος ἔβαν N. 6.57

    ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.20

    χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον, ἐγὼ δ ἀστοῖς ἁδὼν N. 8.38

    ( ἄεθλοι)

    ὧν ἐγὼ μνασθεὶς ἐπασκήσω κλυταῖς ἥρωα τιμαῖς N. 9.9

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν N. 11.11

    ἀλλἐγω̆ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας ἐθέλω I. 1.14

    χαίρετ· ἐγὼ δὲ Ποσειδάωνι περιστέλλων ἀοιδὰν γαρύσομαι I. 1.32

    ἐγὼ δ' ὑψίθρονον Κλωθὼ κασιγνήτας τε προσεννέπω ἑσπέσθαι κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου Μοίρας ἐφετμαῖς I. 6.16

    τῶ καὶ ἐγώ, καίπερ ἀχνύμενος θυμόν, αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν I. 8.5

    ἤτοι καὶ ἐγὼ σκόπελον ναίων διαγινώσκομαι a chorus of Keans speaks

    Πα.. 21. κλυτοὶ μάντιες Ἀπόλλωνος, ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς Pae. 8.14

    σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα, fr. 81 ad Δ. 2. ἀλλ' ἐγὼ τάκομαι (as opposed to those not affected by love of Theoxenos) fr. 123. 10. ] νον ἐγὼ[ fr. 140a. 77 (51). ἐγὼ μ[ fr. 140b. 11. μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δ' ἐγώ fr. 150. “ καὶ τότ' ἐγὼ” fr. 168. 4.
    2 acc. a. με, με).

    στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο θεόδματον χρέος O. 3.7

    ἅ τε Πίσα με γεγωνεῖν O. 3.9

    τεαὶ γὰρ ὧραι μ' ἔπεμψαν μάρτυῤ ἀέθλων O. 4.2

    [ δεῖ σάμερόν μ' ἐλθεῖν (μ add. Boeckh met. gr.: om. codd.) O. 6.28]

    ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει O. 6.83

    μὴ βαλέτω με λίθῳ τραχεῖ φθόνος O. 8.55

    ἁδόντα δ' εἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96

    ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι P. 7.13

    Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.90

    ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει P. 10.4

    ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν; P. 11.39

    τὰ μακρὰ δ' ἐξενέπειν ἐρύκει με τεθμὸς N. 4.33

    εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν N. 4.80

    οὐ μέμφεταί μ' ἀνήρ N. 7.64

    ἔα με N. 7.75

    Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ Pae. 5.44

    λίσσομαι ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν Pae. 6.5

    Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαίᾳ ἴδετε πορευθέντ fr. 75. 7. ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικός χρή [μ]ε λαθεῖν ἀοιδὰν πρόσφορον Παρθ. 2. 3. ὁ Μοισαγέτας με καλεῖ χορεῦσαι Ἀπόλλων fr. 94c. 1. ἀλλὰ θαυμάζω τί με λέξοντι Ἰσθμοῦ δεσπόται fr. 122. 13. Μοῖσ' ἀνέηκέ με fr. 151. οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198. ὦ τάν, μή με κερτόμ[ει (με a papyri correctore deletum metro tamen desideratur) fr. 215. 4. “ Κενταύρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναί.” P. 4.103 τοί μ' κρύβδα πέμπονP. 4.111 φὴρ δέ με θεῖος Ἰάσονα κικλῄσκων προσαύδαP. 4.119 κοὔ με πονεῖP. 4.151 ἀλλ' ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολεῖP. 4.157 καὶ ὡς τάχος ὀτρύνει μεP. 4.164 ὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός” (Stephanus: μίμνοι codd.: Herakles speaks) I. 6.47
    b ἐμέ, ἔμε): emphatic, in first position in sentence save in two dubious examples, fr. 6a. e, fr. 75. 13, where perhaps με should be read.

    ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον χρή O. 1.100

    εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν O. 1.115

    ἐμὲ δ' ὦν πᾳ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν O. 3.38

    ἀλλ' ἐμὲ χρὴ φράσαι O. 8.74

    ἐμὲ δ' οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.93

    ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν P. 2.52

    ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος P. 9.103

    Μξῖσ, ἀνέγειρ' ἐμέ fr. 6a. e. cf. fr. 151. ἐμὲ δ' ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ' *d. 2. 23. ἐναργέα τἔμ ὥστε μάντιν οὐ λανθάνει (van Groningen: νεμέω, νεμεα, τεμεῷ codd. Dion. Hal.) fr. 75. 13. ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν a chorus of girls speaks *parq. 2. 33. ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτωνO. 1.77 ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ δὲ ὑφαίνεινP. 4.141
    3 dat.
    a μοι (correpted O. 2.83, N. 1.21, N. 10.80, Pae. 7.10) πολλά μοᾰ ὑπἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας possessive O. 2.83

    Μοῖσα δ' οὕτω ποι παρέστα μοι νεοσίγαλον εὑρόντι τρόπον O. 3.4

    τόλμα τέ μοι εὐθεῖα γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν possessive. O. 13.11

    ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἁδύγλωσσος βοὰ O. 13.98

    εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι P. 3.110

    δόμους φράσσατέ μοι σαφέωςP. 4.117 ταῦτά μοι θαυμαστὸς ὄνειρος ἰὼν φωνεῖP. 4.163

    μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν P. 4.247

    τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος possessive P. 8.32

    γείτων ὅτι μοι καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν ὑπάντασεν ἰόντι P. 8.58

    ἔνθα μοι ἁρμόδιον δεῖπνον κεκόσμηται N. 1.21

    ( ῥῆμα)

    τό μοι θέμεν εἴη N. 4.9

    ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.72

    μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ' ὑποσκάπτοι τις N. 5.19

    θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν N. 7.50

    εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος N. 8.35

    τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.45

    βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ N. 10.19

    ἔσσι μοᾰ υἱόςN. 10.80

    μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος I. 1.3

    ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος I. 4.1

    πολλὰ μὲν ἀρτεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει I. 5.47

    τέθμιόν μοι φαμί σαφέστατον ἔμμεν I. 6.20

    ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος I. 7.37

    κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4.

    μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος Pae. 2.26

    λίαν μοι [δέο]ς ἔμπεδον εἴη κεν” possessive Πα... ἔραται δέ μο[ι] γλῶσσα μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (sc. καταλείβειν simm., Wil.)

    Πα... ]Χαρίτεσσί μοᾰ ἄγχι θ[ Pae. 7.10

    ]μη μο[ι Πα. 7B. 7. ἄπιστά μοι δέδοικα Πα. 7B. 45. ] εἰ δέ μοι[ fr. 60a. 3. “ὦ τάλας ἐφάμερε, νήπια βάζεις, χρήματά μοι διακομπέων” fr. 157. δίχα μοι νόος ἀτρέκειαν εἰπεῖν fr. 213. 4. ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν ( ἀγάλλειν e. g. supp. Snell) fr. 215. 5. ethic dat., c. impv.

    ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων O. 6.22

    ἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον O. 9.35

    ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα O. 10.1

    ἔλα νῦν μοι πεδόθεν I. 5.38

    ἐ]να[ισίμ]ῳ νῦν μοι ποδὶ στείχ ων ἁγέο Παρθ. 2. 66. cf.

    καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων P. 1.59

    b ἐμοί, emphatic form, never ethic, once possessive P. 5.76

    ἐμοὶ δ' ἄπορα γαστρίμαργον μακάρων τιν εἰπεῖν O. 1.52

    ἀλλ' ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεται O. 1.84

    ἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει O. 1.111

    ὣς ἐμοὶ φάσμα λέγει O. 8.43

    βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος παρέχοντι P. 2.66

    τοῦτ' ἔργον ἐμοὶ τελέσαις —” P. 4.230 φῶτες Αἰγείδαι, ἐμοὶ πατέρες (v. Wil., Pind., 477f; Fränkel, D & P, 485̆{2}) P. 5.76

    ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.48

    ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ N. 4.41

    καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξN. 10.77εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ” (supp. Boeckh: om. codd.) N. 10.84

    ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς I. 6.56

    ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν ( ἀλλ' ἐμὲ coni. Boehmer) I. 8.11

    ἐμο[ὶ δ] Pae. 2.102

    ἐμοὶ δ' ὀλίγον δέδοται” a chorus of Keans speaks Πα... ἐμοὶ δὲ τοῦτον διέδω[κ.ν] ἀθάνατον πόνον *pa. 7B. 21.
    c ἐμίν. [κατ' ἐμὶν coni. Schr.: κατά τιν codd. P. 8.68] ]

    τὶν μὲν [πά]ρ μιν[] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Pae. 10.19

    cf. Σ Ar., Av. 931: χλευάζει τῶν διθυραμ- βοποιῶν τὸν συνεχῆ ἐν τοῖς τοιούτοις δωρισμὸν καὶ μάλιστα τὸν Πίνδαρον συνεχῶς λέγοντα ἐν ταῖς αἰτήσεσι τὸ ἐμίν fr. 298, Schr.
    5 ἄμμε, acc. pl.: us i. e. mankind

    μία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106

    καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6

    6 ἄμμιν, ἄμμι, dat. pl. “λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἀναστάῃP. 4.155 καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω ΖεῦςP. 4.167 ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν κελαδῇσαι i. e. for Pindar and his fellow Thebans I. 1.52 ἄμμι δ' πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον i. e. to the chorus and the victor I. 7.49 ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός i. e. for us Greeks I. 8.10 μηδὲ Νηρέος θυγάτηρ νεικέων πέταλα δὶς ἐγγυαλιζέτω ἄμμιν.” I. 8.44 μὴ προφαίνειν, τίς φέρεται μόχθος ἄμμιν (probably the fragment is part of some speech) fr. 42. 2.
    7 νῷν dual dat. “ οὐ πρέπει νῷν τιμὰν δάσασθαι” (νῶιν, νῶι) codd.) P. 4.147 ] ο νῶιν[ (σὺν τῷ ϊ. Σ.) P. Oxy. 841. fr. 94. 2.

    Lexicon to Pindar > ἐγώ

  • 3 θέλω

    θέλω (s. prec. two entries; on its relation to the Attic ἐθέλω, which is not found in NT, LXX, En, TestSol, TestAbr, TestJob, Test12Patr, GrBar, JosAs, ParJer, ApcEsdr, ApcMos, AscIs, s. Kühner-Bl. I 187f; II 408f; B-D-F §101 p. 45; Mlt-H. 88; 189; Rob. 205f. θέλω is found since 250 B.C. in the Attic ins [Meisterhans3-Schw. p. 178; Threatte II 637f], likew. quite predom. in the pap [Mayser I2/2, ’38, 119]; LXX, En, TestSol, TestAbr, TestJob, Test12Patr; GrBar 13:1; JosAs 23:7; ApcSed; AscIs 3:23; Jos., Ant. 18, 144, C. Ap. 2, 192; apolog., exc. Mel. [but s. ἐθέλω]) impf. ἤθελον; fut. θελήσω Rv 11:5 v.l.; 1 aor. ἠθέλησα ([ἤθελα TestAbr A 5 p. 82, 2: Stone p. 12] on the augment s. B-D-F §66, 3; Mlt-H. 188); pf. 2 sg. τεθέληκας Ps 40:11; 1 aor. pass. subj. θεληθῶ IRo 8:1. ‘Wish’.
    to have a desire for someth., wish to have, desire, want τὶ someth. (on the difference betw. θ. and βούλομαι s. the latter) (Diogenes the Cynic, Fgm. 2: Trag. Gr. p. 809 Nauck2; Sotades [280 B.C.: not the comic poet] in Stob. 3, 1, 66 t. III p. 27, 5 H.; πάντα θέλων Theocr. 14, 11 πάντα, πᾶν ὅ ἐὰν θελήσωμεν, ποιήσωμεν En 97:9) Mt 20:21; Mk 14:36 (DDaube, A Prayer Pattern in Judaism, TU 73, ’59, 539–45); Lk 5:39; J 15:7; 1 Cor 4:21; 2 Cor 11:12. W. pres. inf. foll. τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; why do you want to hear (it) again? J 9:27a. εἰ θέλεις τέλειος εἶναι Mt 19:21 (Lucian, Dial. Deor. 2, 2 εἰ ἐθέλεις ἐπέραστος εἶναι). ἤθελεν ἀπολογεῖσθαι wished to make a defense Ac 19:33. ἤθελον παρεῖναι πρὸς ὑμᾶς ἄρτι I wish I were with you now Gal 4:20. ἤθελον I would like w. aor. inf. (Epict. 1, 29, 38; PLond III, 897, 20 p. 207 [84 A.D.]); Hv 3, 8, 6; 3, 11, 4 (s. B-D-F §359, 2; cp. Rob. 923). θέλω w. aor. inf. foll. also occurs Mt 5:40; 12:38; 16:25; 19:17; Mk 10:43; Lk 8:20; 23:8; J 12:21 (Diog. L. 6, 34 ξένων δέ ποτε θεάσασθαι θελόντων Δημοσθένην); Ac 25:9b; 2 Cor 11:32 v.l.; Gal 3:2; Js 2:20 (cp. Seneca, Ep. 47, 10: vis tu cogitare); 1 Pt 3:10; B 7:11 (Ar. 13:5; Just., D. 8:4; Tat. 19, 2; Ath. 32, 1). Abs., though the inf. is to be supplied fr. the context: Mt 17:12 (sc. ποιῆσαι); 27:15; Mk 9:13; J 21:18. Foll. by acc. w. inf. Mk 7:24; Lk 1:62; J 21:22f; Ac 16:3; Ro 16:19; 1 Cor 7:7, 32; 14:5; Gal 6:13 (Just., D. 6, 2; Tat. 19, 3). Negative οὐ θέλω (other moods take μή as neg.) I do not wish, I am not willing, I will not foll. by acc. (Just., D. 28, 4 περιτομήν) and aor. inf. Mt 23:4; Lk 19:14, 27; 1 Cor 10:20; IRo 2:1. οὐ θέλω (θέλομεν) ὑμᾶς ἀγνοεῖν I do not wish you to be ignorant = I want you to know (BGU 27, 5 and PGiss 11, 4 [118 A.D.] γινώσκειν σε θέλω ὅτι) Ro 1:13; 11:25; 1 Cor 10:1; 12:1; 2 Cor 1:8; 1 Th 4:13. W. ἵνα foll. (Epict. 1, 18, 14; 2, 7, 8) Mt 7:12; Mk 6:25; 9:30; 10:35; Lk 6:31; J 17:24 (on Mt 7:12=Lk 6:31 [w. inf. αὐτοῖς γίνεσθαι Ar. 15, 5] s. LPhilippidis, D. ‘Goldene Regel’ religionsgesch. untersucht 1929, Religionswissensch. Forschungsberichte über die ‘goldene Regel’ ’33; GKing, The ‘Negative’ Golden Rule, JR 8, 1928, 268–79; ADihle, D. Goldene Regel, ’62; Betz, SM ad loc.). Foll. by aor. subj. (deliberative subj.; s. Kühner-G. I 221f; B-D-F §366, 3; 465, 2; Rob. 935; Epict. 3, 2, 14 θέλεις σοι εἴπω;=‘do you wish me to tell you?’; Mitt-Wilck. I/2, 14 III, 6 καὶ σοὶ [=σὺ] λέγε τίνος θέλεις κατηγορήσω) θέλεις συλλέξωμεν αὐτά; do you want us to gather them? Mt 13:28; θέλις χαλκέα ἄγωμεν; do you want us to bring a smith? AcPl Ha 3, 5. τί θέλετε ποιήσω ὑμῖν; what do you want me to do for you? Mt 20:32 (cp. Plautus, Merc. 1, 2, 49 [ln. 159]: quid vis faciam?); cp. 26:17; 27:17, 21; Mk 10:36 (CTurner, JTS 28, 1927, 357; AHiggins, ET 52, ’41, 317f), 51; 14:12; 15:9, 12 v.l.; Lk 9:54; 18:41; 22:9. W. ἤ foll.: I would rather … than … or instead of (Trypho Alex. [I B.C.], Fgm. 23 [AvVelsen 1853] = Gramm. Gr. II/2 p. 43, 10 περιπατεῖν θέλω ἤπερ ἑστάναι; Epict. 3, 22, 53; BGU 846, 15 [II A.D.] θέλω πηρὸς γενέσθαι, ἢ γνῶναι, ὅπως ἀνθρώπῳ ἔτι ὀφείλω ὀβολόν; 2 Macc 14:42; Just., A I, 15, 8) 1 Cor 14:19. W. εἰ foll. (Is 9:4f; Sir 23:14) τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη how I wish it were already kindled! Lk 12:49.
    to have someth. in mind for oneself, of purpose, resolve, will, wish, want, be ready (cp. Pla., Ap. 41a) to do τὶ someth. Ro 7:15f, 19f (Epict. 2, 26, 1 of one who errs ὸ̔ μὲν θέλει οὐ ποιεῖ what he resolves he does not do; cp. also 2, 26, 2; 4 and s. on ποιέω 2e; Ar. 9, 1 εἰ θελήσομεν ἐπεξελθεῖν τῷ λόγῳ; Just., D. 2, 2 θέλω εἰπεῖν); 1 Cor 7:36; Gal 5:17. W. aor. inf. foll. (Judg 20:5) Mt 11:14; 20:14; 23:37; 26:15. ἤθελεν παρελθεῖν αὐτούς he was ready to pass by them Mk 6:48 (CTurner, JTS 28, 1927, 356). Ἡρῴδης θέλει σε ἀποκτεῖναι Herod wants to kill you Lk 13:31. Cp. J 1:43. ὑμεῖς δὲ ἠθελήσετε ἀγαλλιασθῆναι you were minded to rejoice 5:35; 6:21; 7:44; Ac 25:9a; Gal 4:9; Col 1:27; 1 Th 2:18; Rv 11:5. Also pres. inf. (2 Esdr 11:11) J 6:67; 7:17; 8:44; Ac 14:13; 17:18; Ro 7:21; 2 Cl 6:1; B 4:9. Abs., but w. the inf. supplied fr. the context Mt 8:2 (cp. what was said to the physician in Epict. 3, 10, 15 ἐὰν σὺ θέλῃς, κύριε, καλῶς ἕξω); Mk 3:13; 6:22; J 5:21; Ro 9:18ab; Rv 11:6. τί οὖν θέλετε, κρίνατε AcPl Ha 1, 26. W. acc. and inf. foll. 1 Cl 36:2.—Abs. ὁ θέλων the one who wills Ro 9:16. τοῦ θεοῦ θέλοντος if it is God’s will (Jos., Ant. 7, 373; PMich 211, 4 τοῦ Σεράπιδος θέλοντος; PAmh 131, 5 ἐλπίζω θεῶν θελόντων διαφεύξεσθαι; PGiss 18, 10; BGU 423, 18 τῶν θεῶν θελόντων; 615, 4f; Ar. 7, 1 μὴ θέλοντος αὐτοῦ) Ac 18:21. Also ἐὰν ὁ κύριος θελήσῃ (Pla., Phd. 80d; Ps.-Pla., Alcib. 1 p. 135d; Demosth. 4, 7; 25, 2 ἂν θεὸς θέλῃ; Ps.-Demetr., Form. Ep. 11, 12 ἐὰν οἱ θεοὶ θ.; PPetr I, 2, 3; Just., D. 5, 3 ἔστʼ ἂν ὁ θεὸς θέλῃ) 1 Cor 4:19; cp. Js 4:15; 1 Cl 21:9. ὅτε θέλει καὶ ὡς θέλει 27:5 (cp. BGU 27, 11 ὡς ὁ θεὸς ἤθελεν). καθὼς ἠθέλησεν (i.e. ὁ θεός) 1 Cor 12:18; 15:38 (Hymn to Isis: SEG VIII, 549, 19f [I B.C.] πᾶσι μερίζεις οἷσι θέλεις). Cp. εἰ θέλοι τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ= if God so wills it 1 Pt 3:17 (v.l. θέλει; on fluctuation of opt. and ind. in the ms. tradition, cp. Soph., Antig. 1032). οὐ θέλω I will not, do not propose, am not willing, do not want w. pres. inf. foll. (Gen 37:35; Is 28:12; Tat. 4:2 al.) J 7:1; 2 Th 3:10; 2 Cl 13:1. W. aor. inf. foll. (2 Km 23:16; Jer 11:10) Mt 2:18 (cp. Jer 38:15); 15:32; 22:3; Mk 6:26; Lk 15:28; J 5:40; Ac 7:39; 1 Cor 16:7; Dg 10:7 al. Abs., but w. the inf. to be supplied fr. the context Mt 18:30; Lk 18:4. οὐ θέλω I prefer not to Mt 21:29. AcPl Ha 3, 6; 7, 3.—Of purpose, opp. ἐνεργεῖν Phil 2:13. Opp. κατεργάζεσθαι Ro 7:18. Opp. ποιεῖν 2 Cor 8:10 (s. Betz, 2 Cor 64). Opp. πράσσειν Ro 7:15, 19.
    to take pleasure in, like
    w. inf. foll.: to do someth. Mk 12:38 (later in the same sentence w. acc.; cp. b τὶ); Lk 20:46 (w. φιλεῖν).
    τινά (Gorgias: Vorsokr. 82 Fgm. 29 [in the Gnomolog. Vatic. 166, s. WienerStud. 10, p. 36] τοῖς μνηστῆρσιν, οἳ Πηνελόπην θέλοντες …; Vi. Aesopi W 31 P. θέλω αὐτήν; Ps 40:12; Tob 13:8; ParJer 8:2 ὁ θέλων τὸν κύριον) Mt 27:43 (Ps 21:9); IMg 3:2. τὶ (Epict. 1, 4, 27; Ezk 18:32) Mt 9:13; 12:7 (both Hos 6:6); Hb 10:5, 8 (both Ps 39:7). ἔν τινι (neut.: TestAsh 1:6 v.l. ἐὰν ἡ ψυχὴ θέλῃ ἐν καλῷ; Ps 111:1; 146:10; masc.: 1 Km 18:22; 2 Km 15:26; 3 Km 10:9) θέλων ἐν ταπεινοφροσύνῃ taking pleasure in humility Col 2:18 (Augustine, Ep. 149, 27 [MPL 33, 641f]; AFridrichsen, ZNW 21, 1922, 135f; s. B-D-F §148, 2 and R. §148, 2).
    abs. feel affection perh. w. obj. for me understood (opp. μισεῖν) IRo 8:3.
    to have an opinion, maintain contrary to the true state of affairs (Paus. 1, 4, 6 Ἀρκάδες ἐθέλουσιν εἶναι; 8, 36, 2; Herodian 5, 3, 5 εἰκόνα ἡλίου ἀνέργαστον εἶναι θέλουσιν) λανθάνει αὐτοὺς τοῦτο θέλοντας in maintaining this it escapes them (=they forget) 2 Pt 3:5. Of the devil [θεὸς] θέλων εἶναι AcPlCor 2:11.—HRiesenfeld, Zum Gebrauch von θέλω im NT: Arbeiten … aus dem neutestamentlichen Seminar zu Uppsala 1, ’36, 1–8; AWifstrand, Die griech. Verba für ‘wollen’: Eranos 40, ’42.
    τί θέλει τοῦτο εἶναι; what can this mean? Ac 2:12; cp. 17:20; Lk 15:26 D.—B. 1160. DELG s.v. ἐθέλω. EDNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > θέλω

  • 4 οἴκοθεν

    οἴκοθεν (also [full] οἴκοθε Chor.in Rev.Phil.1877.227), Adv.
    A from one's house, from home,

    ὃ οἴ. ἦγ' ὁ γεραιός Il.11.632

    ;

    οἴ. ὥρμησαν Th.4.90

    ; οἴ. οἴκαδε from home to home, implying security and ease, Pi.O.6.99, cf. 7.4, Lib.Ep. 149 ;

    οἴ. ἐκ Κλαζομενῶν Pl.Prm. 126a

    ;

    δεῦρο οἴ. Id.Hp. Ma.282b

    ; εὐθὺς οἴ. ὑπάρχει παισὶν οὖσιν, i.e. from childhood, Arist. Pol. 1295b16 : freq. without any sense of motion, νόμοι οἱ οἴ., = οἱ πάτριοι, A.Supp. 390, cf. E.Ph. 294 (lyr.) ;

    οἱ οἴ. φίλοι Id.Med. 506

    ;

    τὰ οἴ.

    domestic affairs,

    Id.IA 1000

    ;

    τὸ οἴ. Pi.P.8.51

    ;

    στρατηγοὺς εἵλοντο ἐκ τῶν οἴ. X.HG1.4.10

    ;

    οἴ. τὸν πολέμιον ἔχειν

    at home, within,

    Pl.Sph. 252c

    ; τὸ γένος οἴ., = οἰκογενής, of a slave, GDI2307.5 (Delph.).
    2 from one's household stores,

    πάντ' ἐθέλω δόμεναι καὶ οἴ. ἄλλ' ἐπιθεῖναι Il.7.364

    ;

    οἴ. ἄλλο Εὐμήλῳ ἐπιδοῦναι 23.558

    ; εἰ καί νύ κεν οἴ. ἄλλο μεῖζον ἐπαιτήσειας ib. 592 : metaph., τὸν νοῦν διδάσκαλον οἴ. ἔχουσα χρηστόν having in my own mind a wise teacher, E.Tr. 653 ; δεῖ μάντιν εἶναι, μὴ μαθοῦσαν οἴ. one must needs be externally inspired with the vision of truth, if one has not learned it by one's own intellect, Id.Med. 239 ; πόθεν ἂν λάβοιμι ῥῆμα.. ; οὐ γὰρ εἶχον οἴ. I have it not of my own, Ar. Pax 522, cf. Lys.4.7 ;

    θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν.. ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴ. Pi.N.7.51

    ; οἴ. μάτευε ib.3.31 : with a Subst., = οἰκεῖος, ἀρεταῖσιν οἴ., ἀνορέαις οἴ., by his own prowess, valour, Id.O.3.44, I.4(3).12.
    3 from one's own financial resources, at one's own expense (cf. ϝοίκω), PEleph.11.7 (iii B.C.), Wilcken Chr.176.17 (i A. D.), etc. ;

    τὰς πολιτείας οἴ. ἐνδόξως ἐκτελεῖν IG4.672

    ([place name] Nauplia), cf. 716 ([place name] Hermione) ;

    ἀγωνοθετεῖν Παναθηναίων οἴ. SIG869.7

    (ii A. D.) ; παρεχέτω οἴ. τὸ θερμόλυχνον ib.1109.151 (ii A. D.).
    4 like ἀρχῆθεν, to begin with, originally, ψευδεῖς οἴ. δόξας ἔχοντες entertaining false notions to begin with, Aeschin.3.59, cf. 60 ; εἰς ὑπέρχρεων οὐσίαν καὶ οἴ. into an estate already overburdened with debt, Is.10.17.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἴκοθεν

См. также в других словарях:

  • ετεροθελής — ἑτεροθελής, ές (Μ) αυτός που έχει διαφορετική θέληση («ἑτεροθελεῑς καὶ ἑτεροενεργεῑς τὰς τρεῑς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος εἰπεῑν...», Δαμασκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + θελής (< εθέλω), πρβλ. αγαθο θελής, κακο θελής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»